- -ένιος, -ένια, -ένιο
- κατάληξη επιθέτων, που δηλώνει ότι το πράγμα που προσδιορίζεται από τέτοιο επίθετο αποτελείται από την ύλη που δηλώνει το επίθετο ή έχει την ιδιότητα αυτής της ύλης: Σιδερένιος στύλος. – Ατσαλένια νεύρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.